μαλλιά

μαλλιά
Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής ευρισκόμενους στα κύτταρα της φλοιώδους μοίρας των τριχών, μπορεί να ποικίλλει από το ανοιχτό ξανθό έως το μαύρο. Ιδιαίτερος τύπος θεωρούνται τα κόκκινα μ. που παρουσιάζονται με ποικίλη συχνότητα στις διάφορες φυλές. Το ξανθό και το καστανό χρώμα είναι χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών λαών, ενώ σε όλους τους άλλους είναι το μαύρο ή σκούρο καστανό. Τα λευκά μ., που οφείλουν την όψη τους στην απουσία χρωστικής και στην παρουσία αέρα στο εσωτερικό της τρίχας, μπορεί να αποτελούν ανωμαλία εξαιτίας ανεπάρκειας φυσικής χρωστικής (αλβινισμός ή αλφισμός) ή να οφείλονται σε ελαττωμένη ικανότητα παραγωγής της χρωστικής, όπως συμβαίνει κατά το γήρας. Η όψη καθορίζεται από τη δομή του θυλάκου της τρίχας. Από την τομή της τρίχας διακρίνονται μ. λεία (λειότριχες, όπως οι Μογγόλοι, οι Εσκιμώοι και αυτόχθονες Αμερικανοί), μ. κυματοειδή (κυματότριχες, όπως οι Ευρωπαίοι και οι Αυστραλοί) και μ. σγουρά (ουλότριχες, όπως οι Αφροαμερικανοί και οι Οτεντότοι). Στους πρώτους ο τριχοφόρος θύλακος είναι ευθύς και βαθύς και παράγει τρίχες των οποίων η τομή είναι κυκλική. Στους τελευταίους ο θύλακος παρουσιάζει μεγάλη καμπυλότητα, είναι επιφανειακός και η τρίχα, ελλειπτικής τομής, μπορεί να διαγράφει έναν ή περισσότερους στενούς και ακανόνιστους κυματισμούς ή να έχει καθαρά σπειροειδή πορεία (για παράδειγμα, τα μ. των Βουσμάνων). Οι συχνότερες παθήσεις των μ. είναι οι παρασιτώσεις από μύκητες και οι διάφοροι τύποι αλωπεκίας (ανδρογενής, γυροειδής κ.ά), δηλαδή η μη φυσιολογική τριχόπτωση, η οποία μπορεί είναι συγγενής ή επίκτητη. Από τις αλωπεκίες πολύ συχνή είναι η καλούμενη άλως του Κέλσου, κατάσταση θεραπεύσιμη η οποία πιθανώς οφείλεται σε νευρογενείς διαταραχές της θρέψης της τρίχας. Κινέζοι, Γιαπωνέζοι και Μογγόλοι έχουν ίσια μαλλιά. Αφρικανοί και Μελανήσιοι σγουρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μακριά Μαλλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ. 30 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Άγιος Πάγκαλος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δεσφίνας …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”